- Παρίσι
- (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου.
Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ-σιρ-Σεν, Oμπερβιλιέ, Μπουλόν-Μπιγιανκούρ, Κλισί, Κολόμπ, Κουρμπβουά, Λεβαλουά-Περέ, Μοντρέιγ, Νεϊγί-σιρ-Σεν, Σεν-Ντενί, Σεν-Μορ-ντε-Φοσέ και Βερσαλλίες.
Το κυρίως Π., δηλαδή η Πόλη του Παρισιού, που απλώνεται στις δύο όχθες του Σηκουάνα, με κέντρο το Νησί του Άστεως (Ile-de-la-Cité), ανάμεσα στο Δάσος της Βουλώνης και στο Δάσος των Βενσέν, που περιλαμβάνονται σε αυτήν, διαιρείται διοικητικά σε 20 δήμους ή διαμερίσματα (arrondissements), τα οποία αριθμούνται με βάση τη διαδοχική τους θέση σχετικά με το Λούβρο (1o arrondissement) και σύμφωνα με μια σπείρα που περιστρέφεται σχεδόν δυόμισι φορές γύρω από το κέντρο κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Κάθε δήμος υποδιαιρείται σε 4 συνοικίες.
Οι κεντρικότεροι δήμοι έχουν πάρει το όνομα περίφημων μνημείων και οι εξωτερικοί παλαιότερων προαστίων που ενσωματώθηκαν βαθμιαία στην πόλη, εκτός από το 13o και 14o, που ονομάζονται Γκομπλέν –από ένα παλιό και περίφημο ταπητουργείο– και Αστεροσκοπείο.
Το συγκρότημα του Παρισιού απλώνεται πολύ πέρα από τα όρια της Πόλης του Παρισιού και καλύπτει μεγάλο μέρος των γειτονικών νομών (départements). Mέχρι το 1965 οι νομοί αυτοί ήταν δύο, οι νομοί Σηκουάνα και Ουάζ (Seine-et-Oise) και Σηκουάνα και Μάρνη (Seine-et-Marne). Έπειτα όμως από μια διοικητική μεταρρύθμιση που είχε σκοπό να ισορροπήσει το δημογραφικό βάρος των διαφόρων νομών στους οποίους διαιρείται η χώρα, η παρισινή περιφέρεια μοιράστηκε σε 7 νομούς, εκτός από το νομό της Πόλης του Παρισιού που αναφέρθηκε. Αυτοί είναι: O-ντε-Σεν, Βαλ-ντε-Μαρν, Σεν-Σαιν-Ντενί, που εφάπτονται με την Πόλη του Παρισιού, Βαλ-ντ’ Ουάζ, Iβελίν, Eσόν, που ανταποκρίνονται περίπου στον παλιό νομό Σηκουάνα και Ουάζ, και τέλος ο νομός Σηκουάνα και Μάρνη, που έμεινε αμετάβλητος μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση.
Το Π. δημουργήθηκε πάνω στον Σηκουάνα, στη συμβολή άλλων σημαντικών ποταμών, όπως ο Μάρνης και ο Ουάζ, στην καρδιά του Ιλ-ντε-Φρανς (του Νησιού της Γαλλίας), μιας μεγάλης πεδινής περιοχής που εκτείνεται σαν βαθύπεδο στο βόρειο τμήμα της Γαλλίας, ανάμεσα στον Ρηνανικό Σχιστολιθικό Ορεινό Όγκο (Αρδένες) στα υψώματα Λορένης και Βουργουνδίας, στον Κεντρικό Ορεινό Όγκο και στον Αρμορικανικό Ορεινό Όγκο, υψώματα γενικά όχι ψηλά ή που προσφέρουν εύκολα συγκοινωνιακά περάσματα.
Οι Γαλάτες, που υπήρξαν πιθανότατα οι ιδρυτές του Π., εγκαταστάθηκαν στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, στο ύψωμα που δέσποζε του Νησιού του Άστεως· όταν καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους του Ιουλίου Καίσαρα, ο οικισμός εξακολούθησε να αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα αυτό (της Σεντ-Ζενεβιέβ) και στη ρωμαϊκή εποχή, όπως δείχνουν διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στην αριστερή όχθη. Όταν άρχισαν οι βαρβαρικές εισβολές, η Lutetia Parisiorum –έτσι ονομάστηκε η πόλη από τους, Ρωμαίους– μεταφέρθηκε για λόγους ασφαλείας στη Cite (Νησί του Άστεως), το μεγαλύτερο από τα δύο νησιά που σχηματίζονται μέσα στον Σηκουάνα και τον χωρίζουν στο σημείο αυτό σε δύο βραχίονες. Η αποξήρανση των βάλτων στις όχθες του ποταμού και ο εποικισμός, που ενισχύθηκε από τους μοναχούς των μεγάλων μοναστηριών, όπως του Σεν-Ζερμέν-ντε-Πρε της Σεντ-Ζενεβιέβ, του Σεν Ζερμέν–λ’ Oξερουά και του Σεν-Ντενί, συνετέλεσαν στη γρήγορη ανάπτυξη της πόλης.
Tα πρώτα εναύσματα της ακμής που μετέβαλε το Π. από εμπορική και βιοτεχνική πολίχνη σε μεγάλο κέντρο εθνικού και διεθνούς ενδιαφέροντος, δόθηκαν με την ανακήρυξή του σε πρωτεύουσα του κράτους που δημιούργησαν οι Καπέτοι, όταν ανέβηκαν στον θρόνο της Γαλλίας κατά τα τέλη του 10ου αι. Η ανάπτυξη της πόλης ήταν συνεχής, όχι όμως και σταθερή, και αντανακλά ολοφάνερα, όταν υπολογίσουμε τη θέση της ως πρωτεύουσας, τις διάφορες φάσεις από τις οποίες πέρασε η χώρα κατά τους τελευταίους δέκα αιώνες. Η πόλη επεκτάθηκε στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, και κατά τα τέλη του 17oυ αι. είχε καταλάβει όλο τον κάμπο που έκλεινε η σειρά των λόφων, και σκαρφάλωσε μέχρι τις κάτω πλαγιές των λόφων της Μονμάρτρης και της Μπελβίλ.
Η ανάπτυξη της πόλης στην αριστερή όχθη χαρακτηριζόταν, αντίθετα, από πολύ βραδύτερο ρυθμό, εξαιτίας των ελών σε εκτεταμένες περιφέρειες, κυρίως όμως εξαιτίας των δυσκολιών συγκοινωνίας ανάμεσα στις δύο όχθες. Η υπερνίκηση της δυσκολίας αυτής λίγα χρόνια πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα διευκόλυνε σημαντικά την επικοινωνία ανάμεσα στις δύο όχθες και ευνόησε την επέκταση της πόλης, που αρχικά περιοριζόταν κυρίως στους λίγους πυρήνες συνοικισμών γύρω από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Σορβόνης και στα διάφορα μεσαιωνικά μοναστήρια, που χρονολογούνται από τον Μεσαίωνα.
Η μορφή της πόλης συνεχιζόταν πάντα έτσι όπως είχε διαγραφεί πριν από πολλούς αιώνες, σύμφωνα με την οποία η Σιτέ φιλοξενούσε τη μητρόπολη, τις εκκλησιαστικές σχολές και την εκκλησιαστική εξουσία, η δεξιά όχθη ήταν το κέντρο των ποτάμιων και οδικών συγκοινωνιών, ενώ η αριστερή όχθη συγκέντρωνε τους διανοουμένους, ειδικά στη ζώνη που ονομάστηκε Quartier Latin (Λατινική Συνοικία). Η πόλη είχε αναπτυχθεί κατά άτακτο τρόπο σύμφωνα με τυπικά μεσαιωνικά πολεοδομικά κριτήρια. Οι δρόμοι ήταν στενοί,οφιοειδείς, τελείως ανεπαρκείς για τις ανάγκες της κυκλοφορίας, που τον 19ο αιώνα πήρε ανησυχητικές διαστάσεις. Το 1859, την εποχή του Ναπολέοντα Γ’, άρχισε το μεγαλοφυές πολεοδομικό έργο του βαρόνου Ζορζ-Εζέν Oσμάν, νομάρχη για δεκαέξι συνεχή χρόνια του νομού του Σηκουάνα, ο οποίος έλυσε δραστικά και με αποφασιστικότητα το μεγάλο πρόβλημα της κυκλοφορίας. Ειπώθηκε τότε, και ίσως να υπάρχει κάποια βάση αλήθειας σ’ αυτό, ότι ο Oσμάν ήθελε να δημιουργήσει πλατείς και μεγάλους σε μήκος δρόμους για να μπορεί να ελέγχει ευκολότερα τον παρισινό λαό σε περίπτωση εξέγερσης, έχοντάς τον κάτω από τα κανόνια του και εμποδίζοντάς τον να κατασκευάσει οδοφράγματα. Όποιος όμως κι αν ήταν ο σκοπός του, παραμένει γεγονός ότι μόνο η πραγματοποίηση του τολμηρού σχεδίου του έδωσε στην πόλη τη μεγαλοπρεπή και μνημειώδη φυσιογνωμία που τη χαρακτηρίζει και δημιούργησε έτσι τις προϋποθέσεις για την κατοπινή ανάπτυξή της σύμφωνα με προκαθορισμένο και ορθολογικό σχέδιο.
Η πόλη εμπλουτίστηκε με βουλεβάρτα, δεντροστοιχίες και πλατιές λεωφόρους, που την περιτρέχουν σε ομόκεντρους κύκλους ή τη διασχίζουν σε όλο το πλάτος της· ολόκληρες ζώνες καθαρίστηκαν, συνοικίες κατεδαφίστηκαν, για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μερικές από τις μεγαλύτερες πλατείες του κόσμου, ενώ νέες γέφυρες έζευξαν τον Σηκουάνα. Η πολεοδομική αυτή οργάνωση, που διευκόλυνε σημαντικά την κυκλοφορία, και ο διαρκώς περισσότερο συγκεντρωτικός ρόλος, που έπαιξε η πρωτεύουσα, προσέλκυσαν στην πόλη, μέσα σε λίγες δεκαετίες, πλήθη νέων κατοίκων, που εγκαταστάθηκαν σε όλο και πιο απόκεντρες συνοικίες, ενώ στο μεταξύ η Cité, το κεντρικό τμήμα της πόλης, έχανε βαθμιαία το ρόλο της ως περιοχής κατοικιών, για να μεταμορφωθεί σιγά σιγά σε διοικητικό, επιχειρησιακό, εμπορικό και τραπεζικό κέντρο και να πάρει τη μορφή που τη χαρακτηρίζει ακόμα. Αργά αλλά σταθερά, οι αστικές συνοικίες και οι βιομηχανικές ζώνες απλώθηκαν προς την περιφέρεια και κατέληξαν να απορροφήσουν τους γειτονικούς συνοικισμούς, που έτσι έγιναν απλές εξωτερικές συνοικίες ή προάστια.
Από τον 13o έως τον 16o αι., ο πληθυσμός του Π. είχε μείνει σχεδόν στάσιμος, γύρω στις 200.000, έφτασε στις 500.000 κατά τις αρχές του 18ου αι. και ξεπέρασε το εκατομμύριο κατά τα μέσα του 19ου. Η κολοσσιαία όμως δημογραφική και πολεοδομική επέκταση έγινε μόνο κατά τα τελευταία 100 χρόνια, όταν ο πληθυσμός αυξήθηκε προοδευτικά, έτσι ώστε το Π. να κατατάσσεται σήμερα στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου.
Με τον πληθυσμό που διαθέτει (λίγο λιγότερο από το ένα πέμπτο του συνολικού πληθυσμού της Γαλλίας) το Π. είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή πρωτεύουσα της χώρας· αποτελεί αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο βιομηχανικό, καλλιτεχνικό, πνευματικό και οικονομικό κέντρο της Γαλλίας, μεγάλο εμπορικό κέντρο και καταναλωτική αγορά από τις μεγαλύτερες του κόσμου. Από τις βιομηχανίες του, σημαντικότατες σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερη ανάπτυξη σημειώνουν η μεταλλουργία, η μηχανουργική, η υφαντουργία, η χημική βομηχανία, η βιομηχανία τροφίμων, και εκείνη που είναι κυρίως παριζιάνικη, η βιομηχανία των ενδυμάτων, η μόδα και τα αρώματα. Η παγκόσμια φήμη των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων του, των καλλιτεχνικών και επιστημονικών σχολών του, τα μουσεία του, η ομορφιά και το ιστορικό ενδιαφέρον των μνημείων του, οι άφθονες διασκεδάσεις και η γενική γοητεία της ωραίας αυτής πόλης τής προσφέρουν σημαντική τουριστική κίνηση, που κατά την εικοσαετία μεταξύ των δύο παγκοσμίων πόλεμων και ακόμα περισσότερο κατά την περίοδο μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο γνώρισε αληθινά καταπληκτική ανάπτυξη, τόσο ώστε και σήμερα το Π. να κατέχει την πρώτη θέση ως κέντρο έλξης ξένων τουριστών στον κόσμο.
Μνημεία και μουσεία.– Το Π., που είναι πρωτεύουσα της Γαλλίας πάνω από χίλια χρόνια και ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα της Ευρώπης και του κόσμου, επιδεικνύει τον μακραίωνο σημαντικό ρόλο του με τη λαμπρότητα των μνημείων του και τον πλούτο των ανακτόρων και των μουσείων του.
Ελάχιστα σώζονται από το Π. πριν το 1000, εκτός από τα ερείπια τειχών και ρωμαϊκών λουτρών και τη βάση του ρομανικού καμπαναριού του Σεν-Ζερμέν-ντε-Πρε (που τελείωσε τον 12o αι. σε γοτθικό ρυθμό). Τον Μεσαίωνα αναπτύχθηκε η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, ενώ επιβλητική ήταν η εξέλιξη του γοτθικού ρυθμού από τον 12o έως τον 15o αι. Η πόλη κοσμήθηκε με κτίσματα όπως η μητρόπολη της Παναγίας (Notre-Dame, 1163-1246), που χτίστηκε πάνω στο νησί της Σιτέ, η εκκλησία του Σεν-Ζιλιέν-λε-Ποβρ (12ος αι., με πρόσοψη του 17ου), η βασιλική του Σεν-Ντενί (12ος αι.), οι εκκλησίες του Σεν-Μαρτέν-ντε-Σαν (12ος-13ος αι.), του Σεν-Πιερ-ντε-Μονμάρτρης (12ος αι.), του Σεν-Σεβερέν (13ος αι., ανακαινίστηκε αργότερα), του Σεν-Ζερμέν–λ’ Oξερουά (13ος-15ος αι.), το Μέγαρο του Κλινί (15ος αι.) και ο πύργος των Βενσέν (14ος αι.). Μνημεία της γοτθικής περιόδου είναι ακόμα μερικές μεγάλες αίθουσες (14ος αι.), όπως της Κονσιερζερί και η Σεντ-Σαπέλ (1246-48), που ενσωματώθηκαν στο πελώριο Μέγαρο των Δικαστηρίων (18ος-19ος αι.), το οποίο καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα της Σιτέ, μερικές ιδιωτικές κατοικίες, οι τράπεζες των μοναστηρίων των Βερναρδίνων, των Κορδελιέρων, της Σεντ-Ζενεβιέβ, το περιστύλιο του μοναστηριού των Μπιγέτ και ο πύργος του Ζαν-σαν-Περ του 14ου αι. Στην Αναγέννηση ανήκουν οι εκκλησίες του Σεν-Εστάς, του Σεντ-Ετιέν-ντι-Moν, ένα μέρος του ανακτόρου του Λούβρου, το Μέγαρο Καρναβαλέ, η Κρήνη των Αθώων και η Νέα Γέφυρα. Από τα κτίσματα του 17ου αι. σημαντικότερα είναι το Μέγαρο των Απομάχων (1679-1706), που στέγασε αργότερα τον τάφο του Ναπολέοντα και άλλων μεγάλων ανδρών της Γαλλίας, η εκκλησία της Σορβόνης (άρχισε το 1635) με τον τάφο του Ρισελιέ, η εκκλησία του μοναστηριού Βαλ-ντε-Γκρας (1645-65), το νοσοκομείο Σεν-Λουί και εκείνο της Σαλπετριέρ, το Μέγαρο Σιλι (1624), το Μέγαρο Λαμπέρ (1640), το Μέγαρο Λοζέν (1650-58), το Μέγαρο Ζινιέ (1656) και το Μέγαρο Λε Πελετιέ (1686), μερικά τμήματα του Λούβρου (ανάκτορα του Ινστιτούτου, του Λουξεμβούργου και του Μαζαρίνου), ενώ στον 17o αι. ανήκει η διαρρύθμιση της Πλατείας των Βοσγίων, της Πλατείας Βαντόμ, του Πον Ρουαγιάλ και οι πύλες Σεν-Ντενί και Σεν-Μαρτέν.
Τα σημαντικότερα κτίρια του 18ου αι. είναι η Στρατιωτική Σχολή, μερικά μέγαρα (Μονέ, Σαρολέ, Ροάν, Σουμπίζ, Ματινιόν, Μπιρόν, Σατελέ, Κουρτέιγ), οι εκκλησίες Σεν-Ροκ και Σεν-Σιλπίς, το Παλέ-Ρουαγιάλ, τα ανάκτορα των Βουρβώνων και της Λεγεώνας της Τιμής και το Πάνθεο. Η Κρήνη των Tεσσάρων Eποχών ανήκει επίσης στον 18o αι., όπως και η μερική διαρρύθμιση της Πλατείας της Ομονοίας και της Πλατείας του Οντεόν.
Στο πρώτο μισό του 19ου αι. ανήκουν η Αψίδα του Θριάμβου της Ετουάλ (1806-36), η Αψίδα του Καρουζέλ (1806-8), η εκκλησία της Μαντλέν (1806-42), η βόρεια στοά του Λούβρου, το Πον-ντεζ-Aρ και ο προαναφερόμενος τάφος του Ναπολέοντα (1842). Στο δεύτερο μισό ανήκουν η εκκλησία του Αγίου Αυγουστίνου (1860-71), οι σιδηροδρομικοί σταθμοί του Βορρά, Σεν-Λαζάρ, Λιόν, ντ’ Ορσέ, το Δημαρχείο (1882), η Όπερα (1862-75), μέρος του Μεγάρου της Δικαιοσύνης και του Λούβρου, το Πτι-Παλέ, η Σορβόνη (1885-1901) και ο Πύργος του Άιφελ (1889).
Από τα σημαντικότερα κτίσματα του 20ού αιώνα μας ενδιαφέρον παρουσιάζουν μερικές εκκλησίες όπως της Σακρέ-Κερ, που εγκαινιάστηκε το 1919, το Mέγαρο της Ουνέσκο (1958) και το Μέγαρο της Ντεφάνς (1958), ινστιτούτα, νοσοκομεία και το θέατρο των Ηλυσίων (1913). Ιδιαίτερα πρέπει v’ αναφερθούν η Πανεπιστημιούπολη (1921-59) και η Kηπούπολη των Σιρέν (1920-30).
Από τα μουσεία, εκτός από το Λούβρο, πρέπει να αναφερθούν το παλιό Ζε-ντε Πομ, που στεγάζει το Mουσείο των Εμπρεσιονιστών (Γάλλοι ζωγράφοι του δεύτερου μισού του 19ου αι.: Ρενουάρ, Κορό, Μονέ, Ντεγκά, Πισαρό, Σεζάν, Γκογκέν, Τουλούζ-Λοτρέκ), του Κλινί, με τη συλλογή μεσαιωνικών έργων τέχνης, το Κονσερβατουάρ Τεχνών και Επαγγελμάτων, που στεγάζεται στο παλιό αβαείο του Σεν-Μαρτέν-ντε-Σαν, με τη συνεχόμενη βιβλιοθήκη 100.000 επιστημονικών έργων παλαιών και νέων, το Καρναβαλέ, αφιερωμένο στην ιστορία του Παρισιού, το Mουσείο του Στρατού (στο Μέγαρο των Απομάχων), το σημαντικότερο στο είδος του σε όλο τον κόσμο (36.000 μετάλλια και 32.000 στάμπες), το Ζακεμάρ-Αντρέ, αφιερωμένο κυρίως στη γαλλική και στην ιταλική τέχνη του 18ου αι., το Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, με έργα σύγχρονων καλλιτεχνών, το Μουσείο του Ανθρώπου, ανθρωπολογίας και εθνογραφίας, το Πτι-Παλαί (έργα Ρούμπενς, Φραγκονάρ, Ρέμπραντ, Βαν-ντερ-Βέλντε, Τιέπολο, Νταβίντ κ.ά., σμάλτα, αιγυπτιακά χάλκινα, τερακότες, κινέζικα αγγεία, ετρουσκικά αγγεία, έργα από ίασπη, ελεφαντόδοντο, ελληνικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά νομίσματα,), το Mουσείο Ροντέν (συλλογή έργων του μεγάλου Γάλλου γλύπτη), το Μουσείο Γκιμέ (ινδική τέχνη και τέχνη της Άπω Ανατολής), το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών.
Παναγία των Παρισίων. Ο μητροπολιτικός ναός του Παρισιού, ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα δημιουργήματα της γοτθικής τέχνης. Ανήκει στις μεγάλες μητροπόλεις του 13ου αι. Iδρύθηκε στο ανατολικό άκρο του παρισινού Σιτέ και έχει ενδιαφέρουσα ιστορία. Στη θέση του ναού αυτού υπήρχε στην αρχαιότητα ιερό του Δία. Στον 4o αι. ιδρύθηκε στον χώρο του αρχαίου ιερού χριστιανική βασιλική, την οποία δύο αιώνες μετά ανοικοδόμησε ο βασιλιάς Χιλδεβέρτος. Αργότερα χτίστηκε και άλλος ναός, κοντά στον προηγούμενο. Ο ένας ναός ήταν προς τιμήν της Παναγίας και ο άλλος προς τιμήν του αγίου Στέφανου. Ο ναός της Παναγίας καταστράφηκε στη διάρκεια των νορμανδικών επιδρομών.
Το 1163, ο επίσκοπος του Παρισιού Μορίς ντε Σαλί (Μ. de Sally) αποφάσισε να χτίσει μεγαλοπρεπή μητρόπολη. Το θεμέλιο λίθο έβαλαν ο πάπας Αλέξανδρος Γ’ και ο βασιλιάς Λουδοβίκος Z’. Ο ναός αυτός, που βρισκόταν στη θέση του ναού της Παναγίας που καταστράφηκε, τελείωσε τον 12o αιώνα.
Ο ναός της Παναγίας των Παρισίων ανήκει στις δύο πρώτες περιόδους του γοτθικού ρυθμού, στην περίοδο που είναι γνωστή ως lancéolé και στην περίοδο που είναι γνωστή ως rayonnaut. Πολλοί τον θεωρούν άφθαστης αρχιτεκτονικής τελειότητας και τον ονομάζουν Παρθενώνα της χριστιανικής τέχνης.
Στα χρόνια της Γαλλικής επανάστασης, η εκκλησία έπαθε ζημιές στον πλαστικό και ανάγλυφο πλούτο της και καταστράφηκαν τα αγάλματα της Στοάς των βασιλιάδων, που εικόνιζαν προγόνους της Παναγίας (οι πρόγονοί της, κατά την Εκκλησία, ήταν βασιλιάδες των Εβραίων).
Η πρόσοψη της εκκλησίας βρίσκεται στη Πλατεία Παρβί (Place du Parvis) και έχει μήκος 40 μ. Έχει τρεις εισόδους με πλούσια διακόσμηση. Πάνω από την κεντρική, σύμφωνα με την τυπολογία της Kαθολικής Εκκλησίας, εικονίζεται η Έσχατη Κρίση, που καταστράφηκε μερικώς τον 18o αι. από τον αρχιτέκτονα Σουφλό, ο οποίος θέλησε να μεγαλώσει την είσοδο. Tον 19o αι. η διακόσμηση αποκαταστάθηκε και ο επισκέπτης μπορεί έτσι να δει μια από τις τρομακτικότερες παραστάσεις του Μεσαίωνα (σκηνές της Κόλασης). Η αριστερή είσοδος διακοσμείται με ανάγλυφα που εικονίζουν αγροτικές ασχολίες και η δεξιά είναι αφιερωμένη στην αγία Άννα. Υπάρχουν και δύο πλάγιες είσοδοι που διακοσμήθηκαν το 1260, η μία με σκηνές από τη ζωή του πρωτομάρτυρα Στεφάνου και η άλλη από τη ζωή του διάκου Θεόφιλου, που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο.
Στη Παναγία των Παρισίων αναφέρεται το ομώνυμο μυθιστόρημα του Β. Ουγκό.
Συνδιασκέψεις, συνθήκες, σύμφωνα. Στο Π. έχουν γίνει πολλές συνδιασκέψεις και έχουν συναφθεί πολλές συνθήκες και σύμφωνα.
1. Συνθήκη του 1259. Υπογράφτηκε από τους βασιλιάδες της Αγγλίας Ερρίκο Γ’ και της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ’. Με βάση τους όρους της συνθήκης αυτής ο Ερρίκος Γ’ παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις του στη Νορμανδία –Μαν, Aνζού, Τουρέν και Πουατιέ– αλλά διατήρησε ουσιαστικά την εξουσία του στην Ακουιτανία, η οποία έγινε δουκάτο υποτελές στο Γάλλο βασιλιά. Ο Λουδοβίκος Θ’ κατέβαλε εξάλλου στον Ερρίκο Γ’ ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τις ανάγκες του αγώνα, που έκανε ο τελευταίος εναντίον των Άγγλων βαρόνων.
2. Συνθήκη ειρήνης του 1763. Υπογράφτηκε από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Πορτογαλία από τη μια και από τη Γαλλία και την Ισπανία από την άλλη. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης αυτής, που σφράγισε τον Επταετή πόλεμο (1756-63), η Μεγάλη Βρετανία αποσπούσε από τη Γαλλία: στην Αμερική, τη Νέα Γαλλία (Καναδά), το νησί Μπρετόν και όλη την περιοχή στα Β του Μισισιπί (Ανατ. Λουζιάνα) με εξαίρεση τη Νέα Ορλεάνη. Στις Δυτικές Ινδίες, τα νησιά του Αγίου Δομίνικου, τον Άγιο Βικέντιο, τη Γρενάδα και το Τομπάγκο. Στην Αφρική, όλη σχεδόν τη Σενεγάλη, που προηγουμένως είχε κατακτήσει η Γαλλία, και στην Ινδία όλες σχεδόν τις γαλλικές κτήσεις. Η Γαλλία επέστρεψε στη Μεγάλη Βρετανία το νησί Μινόρκα, που το είχε καταλάβει το 1756. Η Ισπανία παραχώρησε στη Μεγάλη Βρετανία τη Φλόριντα και ως αντάλλαγμα πήρε από τη Γαλλία τη Δυτική Λουιζιάνα, καθώς και χρηματική αποζημίωση. Τέλος, τα γαλλικά στρατεύματα υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το Ανόβερο και, μαζί με τους Ισπανούς συμμάχους τους, το έδαφος της Πορτογαλίας. Η συνθήκη αυτή εδραίωσε την ισχύ της Μεγάλης Βρετανίας ως θαλάσσιας αποικιακής δύναμης και της επέτρεψε να κυριαρχήσει στο διεθνές εμπόριο.
3. Συνθήκες συμμαχίας του 1812. Δύο συνθήκες που σύναψε η Γαλλία όταν προετοίμαζε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Η γαλλοπρωσική υπογράφτηκε στις 24 Φεβρουαρίου. Τα μέρη που την υπέγραφαν έδιναν αμοιβαίες εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα των κρατών τους και υπόσχονταν βοήθεια αν ένα από αυτά αντιμετώπιζε πολεμική σύγκρουση από άλλο κράτος. Εξάλλου η Πρωσία επιβεβαίωνε τη συμμετοχή της στον ηπειρωτικό αποκλεισμό. Η γαλλοαυστριακή συνθήκη υπογράφτηκε στις 14 Μαρτίου και υποχρέωνε την Αυστρία να ταχθεί στο πλευρό της Γαλλίας σε περίπτωση πόλεμου μεταξύ Ρωσίας-Γαλλίας.
4. Συνθήκη ειρήνης του 1814. Συνομολογήθηκε από τα μέλη της έκτης συμμαχίας κατά της Γαλλίας (Ρωσία, Μεγάλη Βρετανία, Αυστρία, Πρωσία) από τη μια και από τη Γαλλία από την άλλη. Η συνθήκη αυτή, στην οποία αργότερα προστέθηκαν η Σουηδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, προέβλεπε ότι η Γαλλία θα διατηρούσε τα σύνορα που είχε την 1η Ιανουαρίου 1792. Το ζήτημα των εδαφών που θα εγκατέλειπε η Γαλλία, ώστε να περιοριστεί στα σύνορα του 1792, αφέθηκε να ρυθμιστεί σε διεθνές συνέδριο. Επίσης, προέβλεπε την ανεξαρτησία της Ολλανδίας και της Ελβετίας, των γερμανικών πριγκιπάτων (που αποτέλεσαν ένωση) και των ιταλικών κρατών (εκτός από την περιοχή που προσαρτούσε η Αυστρία). Στη συνθήκη αυτή διακηρυσσόταν επίσης η ελευθερία της ναυσιπλοΐας στον Ρήνο και στον Σέλντε. Τέλος, στη Γαλλία επιστρεφόταν μεγάλο μέρος των αποικιακών κτήσεων, που είχε χάσει στη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων.
5. Συνθήκη ειρήνης του 1815. Συνθήκη μεταξύ των μελών της έβδομης αντιγαλλικής συμμαχίας (Ρωσία, Μεγάλη Βρετανία, Αυστρία, Πρωσία) και της Γαλλίας, με την οποία για δεύτερη φορά πραγματοποιήθηκε η παλινόρθωση των Βουρβόνων. Σε αντίθεση με την προηγούμενη, αυτή καθόριζε ότι η Γαλλία θα διατηρούσε τα σύνορα του 1790, πράγμα που σήμαινε ότι έχανε στρατηγικές περιοχές (Φιλιπβίλ, Σααρλουί). Επίσης, η Γαλλία αναλάμβανε την υποχρέωση να πληρώσει πολεμική αποζημίωση ύψους 700 εκατ. φράγκων. Επιβαλλόταν, τέλος, κατοχή στο έδαφός της για 3 έως 5 χρόνια και καθοριζόταν στις 150.000 άνδρες η συμμαχική δύναμη κατοχής που θα καταλάμβανε τη ΒΑ γραμμή των γαλλικών φρουρίων.
6. Συνθήκη ειρήνης του 1856. Με τη συνθήκη αυτή τερματίστηκε ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853-56). Υπογράφηκε από τους εκπροσώπους της Ρωσίας, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, της Αυστρίας, της Πρωσίας και της Σαρδηνίας. Η τσαρική διπλωματία, αξιοποιώντας τις αντιθέσεις των νικητών της, κατόρθωσε να ελαφρύνει τους όρους της ειρήνης. Με βάση αυτούς, η Ρωσία επέστρεψε στην Οθωμανική αυτοκρατορία το Καρς με αντάλλαγμα τη Σεβαστούπολη και τις άλλες πόλεις που κατείχαν οι σύμμαχοι. Η Μαύρη Θάλασσα ανακηρύχθηκε ουδέτερη και απαγορεύτηκε τόσο στην Οθωμανική αυτοκρατορία όσο και στη Ρωσία να διατηρούν σε αυτή αποθήκες πυρομαχικών και πολεμικούς στόλους. Αναγνωρίστηκε η ελευθερία της ναυσιπλοΐας στον Δούναβη και η Ρωσία παραχώρησε στη Μολδαβία την περιοχή των εκβολών του Δούναβη και τμήμα της Νότιας Βεσσαραβίας. Οι δυνάμεις ανέλαβαν την υποχρέωση να μην αναμειγνύονται στα εσωτερικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και εγγυήθηκαν την αυτονομία της Σερβίας, της Μολδαβίας και της Βλαχίας στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τη συνθήκη αυτή, που εξασθένιζε τα στηρίγματα του τσαρισμού στην Ευρώπη, συμπλήρωναν 4 συμβάσεις.
7. Συνθήκη ειρήνης του 1898. Με αυτήν τερματίστηκε ο Ισπανοαμερικανικός πόλεμος του 1898. Ήταν αποτέλεσμα της συνδιάσκεψης ειρήνης του Π. (1898). Σύμφωνα με τη συνθήκη, η Κούβα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν προτεκτοράτο των ΗΠΑ. Το Πουέρτο Ρίκο και άλλα ισπανικά νησιά του αρχιπελάγους των Αντιλών, καθώς και το νησί Γκουάμ, παραχωρήθηκαν στις ΗΠΑ. Τέλος, με αντάλλαγμα 20 εκατ. δολάρια, η Ισπανία παραχώρησε στις ΗΠΑ τις Φιλιππίνες, που τα αμερικανικά στρατεύματα κατόρθωσαν να καταλάβουν το 1901.
8. Συνδιάσκεψη ειρήνης 1919-20. Συγκλήθηκε από τις νικήτριες δυνάμεις για την κατάρτιση και την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης με τα κράτη που ηττήθηκαν στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στις εργασίες της συμμετείχαν τα κράτη Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ, Ιταλία, Ιαπωνία, Βέλγιο, Βραζιλία, Bρετανικές κτήσεις (Αυστραλία, Καναδάς, Νοτιοαφρικανική Ένωση, Νέα Ζηλανδία), Ινδία, Ελλάδα, Γουατεμάλα, Ταϊτή, Χιντγάζ, Ονδούρα, Κίνα, Κούβα, Λιβερία, Νικαράγουα, Παναμάς, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, αερβοκροατικό και σλοβενικό κράτος, Σιάμ και Τσεχοσλοβακία. Επίσης, τα κράτη που είχαν διακόψει τις διπλωματικές σχέσης με τον γερμανικό συνασπισμό. Στη Γερμανία και στους πρώην συμμάχους της, επετράπη να πάρουν μέρος μόνο μετά την κατάρτιση των σχεδίων των συνθηκών ειρήνης. Η πρώην ΕΣΣΔ δεν προσκλήθηκε. Αποφασιστικό ρόλο στην Π.Σ.Ε. έπαιξαν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ. Η συνδιάσκεψη κατάρτισε τις συνθήκες των Βερσαλλιών του 1919, με τη Γερμανία, του Αγίου Γερμανού το 1919, με την Αυστρία, του Νεϊγί του 1919, με τη Βουλγαρία, του Τριανόν του 1920, με την Ουγγαρία, και των Σεβρών του 1920, με την Τουρκία. Τέλος, αποφάσισε την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών και ενέκρινε το καταστατικό της. Οι συνοριακές αλλαγές, που αποφάσισε η Π.Σ.Ε., δημιούργησαν εστίες οξύτατων αντιθέσεων, που αποτέλεσαν αργότερα μια από τις αιτίες του B΄ Παγκοσμίου πολέμου.
9. Συνδιάσκεψη ειρήνης 1946. Διεθνής συνδιάσκεψη, η οποία επεξεργάστηκε τα σχέδια των συνθηκών ειρήνης ανάμεσα στα κράτη της αντιχιτλερικής συμμαχίας που νίκησαν στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο (1939-45) και σε αυτά των πρώην συμμάχων της φασιστικής Γερμανίας στην Ευρώπη (Ιταλίας, Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Φιλανδίας). Στις εργασίες της συνδιάσκεψης πήραν μέρος η πρώην ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Κίνα, η Αυστραλία, το Βέλγιο, η Λευκορωσία, η Βραζιλία, η Ελλάδα, η Ινδία, ο Καναδάς, η Ολλανδία, η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία, η Πολωνία, η Ουκρανία, η πρώην Τσεχοσλοβακία, η Αιθιοπία, η πρώην Γιουγκοσλαβία και η Νοτιοαφρικανική Ένωση. Η Π.Σ.Ε. ενέκρινε σχεδόν όλες τις θέσεις που είχαν προσυμφωνηθεί στο συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών. Τα άρθρα των συνθηκών ειρήνης για τα οποία δεν επιτεύχθηκε συμφωνία συζητήθηκαν στη σύνοδο του συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών στη Νέα Υόρκη.
10. Συνθήκες ειρήνης του 1947. Υπογράφτηκαν από τα κράτη-νικητές του B’ Παγκοσμίου πολέμου και τους πρώην συμμάχους της φασιστικής Γερμανίας στην Ευρώπη (Ιταλία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ρουμανία, και Φιλανδία). Τα σχέδια των συνθηκών, σύμφωνα με τις αποφάσεις της διάσκεψης του Πότσδαμ το 1945, καταρτίστηκαν στη διάρκεια των εργασιών της 1ης συνόδου του συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών στο Λονδίνο (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1945), της διάσκεψης των υπουργών Εξωτερικών πρώην ΕΣΣΔ, ΗΠΑ, και Μεγάλης Βρετανίας στη Μόσχα (Δεκέμβριος 1945), της διάσκεψης των υφυπουργών Εξωτερικών στο Λονδίνο (Φεβρουάριος-Απρίλιος 1946) και της 2ης συνόδου του συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών στο Παρίσι (Απρίλιος-Ιούλιος 1946). Τα σχέδια αυτά εξετάστηκαν στη διάσκεψη της ειρήνης του Π. (1946) και άρχισαν να ισχύουν από τον Σεπτέμβριο του 1947. Η συνθήκη με το καθένα από τα 5 κράτη υπογράφτηκε από τις νικήτριες χώρες που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση μαζί τους. Tη συνθήκη ειρήνης με την Ιταλία υπέγραψαν η πρώην ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Κίνα, η Γαλλία, η Αυστραλία, το Βέλγιο, η Λευκορωσία, η Βραζιλία, η Ελλάδα, η Ινδία, ο Καναδάς, η Ολλανδία, η Νέα Ζηλανδία, η Πολωνία, η Ουκρανία, η Τσεχοσλοβακία, η Αιθιοπία, η Νοτιοαφρικανική Ένωση και η πρώην Γιουγκοσλαβία. Η συνθήκη τροποποίησε τα σύνορα Ιταλίας και πρώην Γιουγκοσλαβίας σε όφελος της τελευταίας. Στην Ελλάδα παραχωρήθηκαν τα Δωδεκάνησα. Τα γαλλοϊταλικά σύνορα τροποποιήθηκαν σε όφελος της Γαλλίας σε τέσσερις τομείς. Η Ιταλία παραιτήθηκε από τα αποικιακά της προνόμια στη Σομαλία, στην Ερυθραία και στη Λιβύη και επιπλέον αναγνώρισε την κυριαρχία και ανεξαρτησία της Αλβανίας και της Αιθιοπίας. Εξάλλου, η συνθήκη υποχρέωνε την Ιταλία να εξασφαλίσει σε όλους τους πολίτες της τις βασικές ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, να μην επιτρέψει την αναγέννηση των φασιστικών οργανώσεων, να συλλάβει και να δικάσει τους εγκληματίες πολέμου, καθώς και τους συνεργάτες του εχθρού. Τέλος, καθόρισε τη δύναμη και τον εξοπλισμό των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων και το ύψος των επανορθώσεων που η Ιταλία όφειλε να καταβάλει στην πρώην ΕΣΣΔ, στην Αλβανία, στην Αιθιοπία, στην Ελλάδα και στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Τη συνθήκη ειρήνης με τη Φιλανδία υπέγραψαν η πρώην ΕΣΣΔ, η Μεγάλη Βρετανία, η Αυστραλία, η Λευκορωσία, η Ινδία, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία, η Ουκρανία, η πρώην Τσεχοσλοβακία και η Νοτιοαφρικανική Ένωση. Με τη συνθήκη αυτή ρυθμίστηκαν ορισμένα συνοριακά ζητήματα με την πρώην ΕΣΣΔ, καθορίστηκε η δύναμη και ο εξοπλισμός των φιλανδικών ενόπλων δυνάμεων και το ύψος των επανορθώσεων που θα κατέβαλλε η Φιλανδία στην πρώην EΣΣΔ.
Τις συνθήκες ειρήνης με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία υπέγραψαν η πρώην ΕΣΣΔ, η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, η Λευκορωσία, η πρώην Τσεχοσλοβακία, η Ινδία, η Νέα Ζηλανδία, η Ουκρανία, η Νοτιοαφρικανική Ένωση, επίσης ο Καναδάς (με τη Ρουμανία και την Ουγγαρία), η Ελλάδα (με τη Βουλγαρία) και η πρώην Γιουγκοσλαβία (με τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία). Και αυτές οι συνθήκες ρύθμισαν συνοριακά ζητήματα, καθώς και θέματα που σχετίζονταν με την αριθμητική δύναμη και τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων των κρατών του χιτλερικού συνασπισμού, τις οφειλόμενες από αυτά επανορθώσεις και τις υποχρεώσεις των κυβερνήσεών τους σε σχέση με την αποκατάσταση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών στις χώρες αυτές.
11. Σύμφωνο του 1952. Το σύμφωνο αυτό που υπογράφτηκε από τους υπουργούς Εξωτερικών Γαλλίας, (πρώην ΟΔ) Γερμανίας, Ιταλίας, Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου, αποσκοπούσε στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας, ενός στρατιωτικού συνασπισμού δηλαδή των κρατών που προαναφέρθηκαν. Με το Π.Σ. καθοριζόταν πως οι χώρες που θα αποτελούσαν την κοινότητα, θα διέθεταν η καθεμιά ορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις για τη συγκρότηση ευρωπαϊκού στρατού, που θα υπαγόταν στον ανώτατο διοικητή των δυνάμεων του NATO στην Ευρώπη. Ο επανεξοπλισμός και η συμμετοχή της ΟΔ Γερμανίας σε στρατιωτικό συνασπισμό αποτελούσαν κατάφωρη παραβίωση των αποφάσεων της διάσκεψης του Πότσδαμ (1945). Η υπογραφή του Π.Σ. προκάλεσε κύματα διαμαρτυρίας στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η εθνοσυνέλευση της Γαλλίας απέρριψε το σύμφωνο, με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν τα σχέδια για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας. Αργότερα βέβαια τα σχέδια αυτά πραγματοποιήθηκαν με παραπλήσια μορφή (EOK).
12. Συμφωνίες του 1954. Χαρακτηρίστηκαν έτσι όλα τα έγγραφα που αφορούσαν στρατιωτικά, πολιτικά και άλλα θέματα και υπογράφηκαν στο Π. από εκπρόσωπους των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της (τότε ΟΔ) Γερμανίας ή από εκπροσώπους των κρατών αυτών και εκπροσώπους της Ιταλίας του Καναδά, του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου. Τέθηκαν σε ισχύ από τον Μάιο του 1955. Οι κυριότερες από τις συμφωνίες αυτές είναι: 1) Πρωτόκολλο και συμφωνίες που ρύθμιζαν την κατάργηση του κατοχικού καθεστώτος στην τότε ΟΔ. Γερμανίας. Υπογράφηκαν από τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την τότε ΟΔ Γερμανίας. 2) Πρωτόκολλα που υπέγραψαν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και η τότε ΟΔ Γερμανίας, με σκοπό τη δημιουργία, από τα κράτη αυτά, στα πλαίσια του NATO, Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης με βάση το σύμφωνο των Βρυξελλών του 1948 όπως αυτό τροποποιήθηκε. 3) Απόφαση των κρατών-μελών του NATO για ένταξη της τότε ΟΔ Γερμανίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.
Οι συμφωνίες του 1954 κατάργησαν πολλούς από τους περιορισμούς που αφορούσαν τη στρατιωτική και βιομηχανική ανάπτυξη της τότε ΟΔ Γερμανίας και νομιμοποίησαν τον εξοπλισμό της. Στη χώρα αυτή απαγορεύτηκε να παράγει ατομικά όπλα και άλλα είδη όπλων μαζικής καταστροφής, αλλά δεν έγινε λόγος για τη δυνατότητά της να τα αποκτήσει ή να τα κατασκευάσει έξω από το έδαφός της. Επιπλέον η κυβέρνηση της τότε ΟΔ Γερμανίας ανακηρύχθηκε «μόνος εκπρόσωπος» όλου του γερμανικού λαού. Οι Π.Σ. του 1954 υπογράφτηκαν κατά παράβαση των όσων συμφωνήθηκαν στη διάσκεψη του Πότσδαμ (1945).
13. Συμφωνία του 1973. Για τον τερματισμό του πολέμου και την αποκατάσταση της ειρήνης στο Βιετνάμ. Υπογράφτηκε από τους υπουργούς Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ, των ΗΠΑ, της Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης της Δημοκρατίας του Νότιου Βιετνάμ και του καθεστώτος της Σαϊγκόν. Σύμφωνα με τους όρους της Π.Σ. του 1973, οι ΗΠΑ ανέλαβαν την υποχρέωση να σεβαστούν την ανεξαρτησία, την εθνική κυριαρχία, την ενότητα και την εδαφική ακεραιότητα του Βιετνάμ, όπως αυτές αναγνωρίστηκαν από τις συμφωνίες της Γενεύης για το Βιετνάμ του 1954. Η συμφωνία προέβλεπε επίσης τον άμεσο τερματισμό των πολεμικών επιχειρήσεων σε όλο το Βιετνάμ, την αποχώρηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ και των άλλων ξένων κρατών μέσα σε 60 ημέρες, τον τρόπο επίλυσης των εσωτερικών προβλημάτων του Νότιου Βιετνάμ και, τέλος, τη συνένωση του Βιετνάμ, η οποία όφειλε να πραγματοποιηθεί βήμα προς βήμα με ειρηνικά μέσα και χωρίς ξένη επέμβαση. Τον έλεγχο για την εκτέλεση της Π.Σ. ανέλαβε Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου, που την αποτελούσαν αντιπρόσωποι του Καναδά, της Ουγγαρίας της Ινδονησίας και της Πολωνίας. Ένα μήνα αργότερα συνήλθε στο Π. η Διεθνής Διάσκεψη για το Βιετνάμ, με συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών, της πρώην ΕΣΣΔ, των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Κίνας, της προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης της Δημοκρατίας του Νοτίου Βιετνάμ, του καθεστώτος της Σαϊγκόν, του Καναδά, της Ουγγαρίας, της Ινδονησίας και της Πολωνίας και του Γ. Γ. του OHE. Τα μέλη της διάσκεψης με την πράξη που υπέγραψαν ενέκριναν την Π.Σ.
Η μεγαλύτερη ρόδα του κόσμου, ύψους 60 μέτρων, στάθηκε στο Παρίσι στο πλαίσιο των εορτασμών για τη νέα χιλιετία (millenium), προσφέροντας στο κοινό πανοραμική θέα όλων των μνημείων της πόλης (φωτ. ΑΠΕ).
Πυροτεχνήματα γύρω από τον πύργο του Άιφελ για τον εορτασμό της επετείου της πτώσης της Βαστίλλης (φωτ. ΑΠΕ).
Χιονισμένο άγαλμα στην πλατεία Τροκαντερό του Παρισιού (φωτ. ΑΠΕ).
Το Δεκέμβριο του 1995 υπογράφτηκε στο Παρίσι μια σημαντική ειρηνευτική συμφωνία η οποία επισημοποιούσε τη συμφωνία που έγινε στο Ντέιτον των Ηνωμένων Πολιτειών με τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Στη φωτογραφία από αριστερά ο ισπανός πρωθυπουργός Φ. Γκονζάλες, ο βρετανός Τζων Μέιτζορ και ο ρώσος Β. Τσερνομίρντιν υπογράφουν τη συμφωνία για τη Βοσνία, υπό τα βλέμματα, του αμερικανού προέδρου Μπ. Κλίντον, του γάλλου προέδρου Ζακ Σιράκ και του γερμανού καγκελλάριου X. Κολ. (14.12.1995)
Παρέλαση γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων στα Ηλύσια Πεδία για την επέτειο της κατάληψης της Βαστίλλης (φωτ. ΑΠΕ).
Χαλκογραφία του 1814, που εικονίζει τον τσάρο Αλέξανδρο Α’ μπαίνει στο Παρίσι. Διακρίνεται η Αψίδα του Θριάμβου.
Το Καρτιέ Λατέν (Λατινική Συνοικία), που θεωρείται από το 13o αιώνα κέντρο των γραμμάτων, με το Πάνθεο (1758 – 1789), επιβλητικό οικοδόμημα κλασικού ρυθμού.
Η βασιλική της Σακρέ-Κερ (1876 – 1919) η οποία δεσπόζει του λόφου της Μονμάρτρης.
Η Αψίδα του Θριάμβου, στο κέντρο της κυκλικής πλατείας Ετονάλ.
Ο Πύργος του Άϊφελ, σήμα κατατεθέν της πόλης του Παρισιού, είναι μια επιβλητική ατσάλινη κατασκευή ύψους 400 μέτρων (φωτ. ΑΠΕ).
Τρένο του παρισιανού μετρό διασχίζει τον ποταμό Σικουάνα (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.